- χαψιά
- η, Ν1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού χάφτω2. μπουκιά3. συνεκδ. μικρή ποσότητα («μια χαψιά άνθρωπος»).[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χαψ- τού αορ. έ-χαψ-α τού χάφτω + κατάλ. -ιά (πρβλ. σπρωξ-ιά)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χαψιά — η 1. η ενέργεια του χάφτω. 2. όσο χωράει το στόμα, μπουκιά: Αυτό ήταν μια χαψιά. 3. μικρή ποσότητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταψιά — και καταπιά, η 1. κατέβασμα τού φαγητού με μια χαψιά, κατάποση 2. ποσότητα τροφής ή φαγητού που μπορεί να καταπιεί κάποιος με μια κατάποση. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταπιά < καταπίνω. Ο τ. καταψιά πιθ. αναλογικά προς το χαψιά] … Dictionary of Greek
έγκαφος — ἔγκαφος, ο (Α) χαψιά, μπουκιά … Dictionary of Greek
μπουκουνιά — η [μπουκούνι] 1. μπουκιά, χαψιά 2. μικρή ποσότητα, μικρό κομμάτι 3. φρ. «μια μπουκουνιά άνθρωπος» λέγεται για μικροσκοπικό ή μικρής ηλικίας άνθρωπο … Dictionary of Greek
βούκα — η (λ. λατ.), η μπουκιά, η χαψιά: Το παιδί χρειάζεται παρακάλια για να φάει μια βούκα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μπουκιά — μπουκιά, η και μπουκουνιά, η η ποσότητα τροφής που χωράει άνετα στο στόμα, η χαψιά: Φάε μια μπουκιά, είσαι νηστικός όλη μέρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)